Ετικέτες

Η ΕΝΔΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  1. ΓΕΝΙΚΑ
  2. Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΡΟΥΧΩΝ
  3. Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΛΙΟΥ ΩΣ ΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ
  4. O ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
  5. H ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑΣ
  6. Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
  7. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΣ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΛΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
  8. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
  9. OI ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΕΣ
  10. H ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑ
  11. ΤΑ ΜΠΟΥΡΑΖΑΝΙΑ
  12. ΤΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ
  13. ΑΣΤΙΚΕΣ
  14. ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

ΓΕΝΙΚΑ
Το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1830 περίπου είναι ένα σπουδαίο θέμα γιατί το φαινόμενο που παρουσιάζει ο Ελλάδικος χώρος δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν απλά παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά και μερικές φορές ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο που η απόστασή τους ήταν μηδαμινή.
Οι διαφορές ήταν πιο έντονες στο γυναικείο ντύσιμο.
Τα χρόνια εκείνα μπορούσε κάποιος σε μια περιοχή αν έβλεπε κάποιον να προσδιορίσει την προέλευση του και αυτό γινόταν όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει τον τόπο του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τον ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά ή ηλικιακά. Αλλιώς ντυνόταν ο προύχοντας, ο γεωργός, ο τσοπάνης,ο αγωγιάτης, ο επιτηδευματίας κτλ.
Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανδρική φορεσιά του ελλαδικού ηπειρωτικού χώρου η φουστανελά αποτελούσε το βασικό κορμό του ντυσίματος και μετά έπονταν οι όποιες διαφοροποιήσεις.
Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές. και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές σε πρώτη φάση αλλά και σταδιακά να υποχωρούν δίνοντας τη θέση τους στα «ευρωπαϊκά».
Τα υφάσματα που κατασκευαζόταν τα ρούχα ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία μάλλινα και φτιάχνονταν επί το πλείστον στους οικιακούς αργαλειούς.
Σπάνιζαν τα λινά και τα βαμβακερά.

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΡΟΥΧΩΝ
Για την κατασκευή των ρούχων η υφαντική τέχνη στα παλιά χρόνια έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο.
Οι άνθρωποι κάνοντας χρήση των αργαλειών ύφαιναν διάφορα υφάσματα που ήταν χρήσιμα στην καθημερινή τους ζωή, όπως μαύρα σκούτινα υφάσματα εσωτερικές μάλλινες φανέλες, ποδιές, μπάντες, βελέντζες, χαλιά και διάφορα άλλα υφαντά.
Μετά την εμφάνιση των πρώτων ραπτομηχανών εμφανίστηκαν και τα πρώτα τα έτοιμα ενδύματα τα λεγόμενα <<ετοιματζίδικα>>. Πριν από ραπτομηχανές, σχεδόν όλα τα ρούχα ήταν ραμμένα στο χέρι, υπήρχαν ράφτες και μοδίστρες στις περισσότερες πόλεις και χωριά που ασχολούνταν με το ράψιμο κυρίως του ευρωπαϊκού τύπου ενδύματος μια και το παραδοσιακό ένδυμα ήταν κομμάτι της οικοτεχνίας.
Τα υφάσματα που κατασκευαζόταν τα παραδοσιακά ρούχα ήταν στην πλειοψηφία τους μάλλινα (με ελάχιστα λινά,βαμβακερά και μεταξωτά) και φτιάχνονταν επί το πλείστον στους οικιακούς αργαλειούς. Για να γίνει το ακατέργαστο μαλλί του προβάτου κατάλληλο για να φτιάξουμε ένα υφαντό έπρεπε να ακολουθήσει μια αρκετά δύσκολη διαδικασία επεξεργασίας με χρήση πολλών και διάφορων δύσχρηστων εργαλείων.
Χαρακτηριστικά υφάσματα που κατά κάποιον τρόπο έγραψαν ιστορία στο χώρο του ενδύματος ήταν τα εξής:
Χασές: είδος λευκού βαμβακερού υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονταν ασπρόρουχα, σεντόνια κλπ.
Κασμίρ: από το οποίο κατασκευάζονταν κυρίως κουστούμια και προέρχεται από το τρίχωμα της κατσίκας από το Κασμίρ και είναι το πιο μαλακό, πολυτελές και ζεστό στο είδος. Γίνεται μόνο από το υπόστρωμα που έχουν αυτά τα ζώα - πολύ μαλακό και αφράτο - για να τα κρατά ζεστά στις καιρικές συνθήκες που ζουν. Τα κομμάτια από την Βρετανία και την Ιταλία θεωρούνται ως ανωτέρας ποιότητος.
Μουσελίνα: αρχικά υφάνθηκε στη Μοσούλη του Ιράκ. Ήταν το όνομα που δώθηκε σε μια κατηγορία υφαντών βαμβακερών υφασμάτων με απλή ύφανση. Είναι όμως ο όρος που πάνω από 300 χρόνια χρησιμοποιείται στην Ινδία για να περιγράψει λεπτά, μαλακά και καλής ποιότητας βαμβακερά υφάσματα. Χρησιμοποιούταν σε γυναικεία φορέματα.
Ταφτάς: σκληρό, πυκνό, μεσαίου βάρους μεταξωτό ύφασμα με ελαφρώς μεταλλική γυαλιστερή υφή και ευδιάκριτες αλλά λεπτές κάθετες πτυχώσεις. Παράγεται σε λινή ύφανση με πυκνό και κάπως σκληρό στην αφή στημόνι. Παράγεται από φυσικό μετάξι. Χρησιμοποιούταν σε γυναικεία φορέματα.
Ντρίλι:είδος βαμβακερού υφάσματος σε ποικιλία χρωμάτων και σχέδιων απλής ύφανσης που χρησιμοποιείται για φτηνά ανδρικά κοστούμια αλλά  και σε πιο λεπτή  ύφανση που χρησιμοποιούταν για εσώρουχα, πετσέτες
Τσόχα:ένα μαλακό μάλλινο ύφασμα καλής ποιότητας
Λαχούρι: λεπτό ασημοχρυσοκέντητο μεταξωτό ύφασμα που υφαίνεται στην πόλη Λαχώρη του Πακιστάν και με το οποίο κατασκευάζαν γυναικεία σάλια.
Μπασμάς: είδος βαμβακερού υφάσματος με διάφορα σχέδια, αλλιώς τσίτι.
Βελούδο:Απαλό ύφασμα, θεωρούμενο καλής ποιότητας.Ανακαλύφθηκε πιθανότατα στο Κασμίρ τον 14ο αιώνα.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΛΙΟΥ ΩΣ ΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ

1. Κουρά. Το κούρεμα των προβάτων, είναι μία σκληρή εργασία γιατί το μαλλί των προβάτων όπως άλλωστε και των κατσικιών είναι ποτισμένο με λίπος έτσι ώστε το ψαλίδι, που είναι το βασικό εργαλείο να μην μπορεί εύκολα να εισχωρήσει στα μαλλιά. Για να κουρέψει κάποιος τα ζώα πρέπει να ξέρει την τεχνική και φυσικά να έχει σωματική δύναμη. Η περίοδος  της κουράς  είναι η άνοιξη.
2. Ξεδιάγκρισμα. Τα μαλλιά κάθε προβάτου κατά την κουρά τα έκαναν σωρό. Όταν ξεκινούσε η διαδικασία της επεξεργασίας των μαλλιών η πρώτη δουλειά ήταν το ξεδιάγκρισμα. Άνοιγαν κάθε σωρό κι άρχιζαν να τραβούν τα μαλλιά για να τα αραιώσουν κάπως για να φύγουν τα μεγάλα σκουπίδια που είχαν μπλεχτεί ανάμεσά τους, αγκάθια, ξυλάκια, στριβόλια, ξεραμένες κοπριές κτλ.
3. Ζεμάτισμα. Σε ένα μεγάλο καζάνι έβραζαν νερό, βουτούσαν μέσα τα μαλλιά για λίγο, τα έβγαζαν και τα έβαζαν σε ένα κοφίνι.
4. Πλύσιμο . Ξέπλεναν σχολαστικά τα μαλλιά, καθαρίζοντάς τα και από τα μικροσκουπιδάκια που δεν είχαν φύγει κατά το ξεδιάγκρισμα.
5. Άπλωμα. Για να στεγνώσουν τα άπλωναν στους φράκτες.
6. Λανάρισμα-Ξάσιμο. Με τις εργασίες αυτές τα μαλλιά αραίωναν εντελώς, σχεδόν τρίχα-τρίχα, για να μπορούν μετά να γνέθονται.
7. Χειροχτένισμα. Η εργασία αυτή γινόταν για να ξεχωρίσει το καλό, μακρύ μαλλί που προοριζόταν για στημόνι, (ή και υφάδι σε μερικές περιπτώσεις, θα πούμε παρακάτω), από αυτό της δεύτερης κατηγορίας που θα γινόταν μόνο υφάδι για άλλες χρήσεις .
8. Γνέσιμο ή κλώσιμο, για το οποίο χρησιμοποιούσαν τη ρόκα όπου στερέωναν το μαλλί, το αρδάχτι όπου τύλιγαν το κλωσμένο νήμα και το σφοντήλι όπου έδινε βάρος στο αρδάχτι και βοηθούσε στην περιστροφική του κίνηση.
9.Τύλιγμα.  Όταν το αδράχτι γέμιζε και βάραινε, τότε το νήμα τυλιγόταν στο τυλιγάδι .
10. Βαφή. Μετά το τύλιγμα ακολουθούσε η βαφή που πριν εμφανιστούν οι ειδικές χημικές μπογές στο εμπόριο, χρησιμοποιούσαν υλικά που έπαιρναν από τη φύση.
11.Στη συνέχεια μετά τη βαφή το μαλλί το τοποθετούσαν στην ανέμη και από εκεί στο τσικρίκι ώστε να κατασκευάσουν τα μασούρια για τις σαΐτες, που ύφαιναν στον αργαλειό για την κατασκευή διάφορων υφαντών.


Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
Ο αργαλειός ως οικιακό εργαλείο είναι αρχαιότατο και αναφέρεται από τον Όμηρο ως ιστός. Διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην οικιακή οικονομία των παρελθόντων χρόνων και αποτέλεσε το κύριο μέσο ύφανσης και κλωστοφαντουργίας στη προβιομηχανική εποχή αλλά και μετά την βιομηχανική επανάσταση διατηρήθηκε κυρίως στις αγροτικές περιοχές ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970.Τον αργαλειό τον έβαζαν συνήθως δίπλα από κάποιο παράθυρο, αν ήταν δυνατόν, να βλέπει η υφάντρα που περνούσε πολλές ώρες της ημέρας αλλά και πολλές μέρες του χρόνου, φτιάχνοντας προικιά, ρούχα, φλοκάτες, κουρελούδες κτλ. O αργαλειός γενικά ήταν μια απλή ξύλινη κατασκευή κυρίως από σανίδια, ξύλινα ορθογώνιας διατομής μακρόστενα καδρόνια και κυλινδρικά εξαρτήματα (αντιά). Πάνω σε ένα κυλινδρικό εξάρτημά  (πισάντι) του τύλιγαν δέσμη από κυρίως λευκές κλωστές κατά μήκος του αργαλειού τεντωμένες που χρησιμοποιούσαν ως βάση για την ύφανση και την ονόμαζαν στημόνι. Όλες αυτές οι κλωστές απλώνονταν από τον κύλινδρο σε δεκάδες παράλληλα ζεύγη προς έναν άλλο κύλινδρο (προστάντι), ίδιο με τον προηγούμενο, που βρισκόταν στο αντίθετο μέρος του αργαλειού, εμπρός από τη θέση του ατόμου που τον χειριζόταν. Στο  προστάντι το χειριζόταν με την κουρούνα (κοντόχοντρο κυλινδρικό ξύλο), τυλίγοταν το υφαντό καθώς φτιάχνεται, ενώ το άλλο στο πίσω μέρος (πισάντι), πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι, το συγκρατεί η ποταμίστρα (μακρύ κυλινδρικό ξύλο).Όλα τα παράλληλα ζεύγη του στημονιού περνούσαν μέσα από δύο χτένια τα οποία ήταν ξύλινα παραλληλόγραμμα με ύψος 10-12 εκατοστά περίπου, με πλήθος από λεπτά δόντια από καλάμι ή σκληρό σύρμα και βρίσκονταν το ένα εμπρός από το άλλο και πιο συγκεκριμένα, οι μισές κλωστές περνούσαν μέσα από το ένα και οι άλλες μισές μέσα από το άλλο. Έτσι πατώντας ένα μοχλό, τα χτένια μετακινούνταν το ένα προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω δίνοντας τη δυνατότητα ανάμεσα από τις κλωστές (στημόνι) να περάσουν τις μάλλινες χοντρές, κλωστές που θα γίνονταν κουβέρτες ή στρωσίδια ή ύφασμα για ρούχα . Ένα σύστημα αποτελούμενο από μιτάρια (κυλινδρικά ξύλα παράλληλα μεταξύ τους που πάνω τους είναι δεμένοι πολλοί λεπτοί σπάγκοι.) και τα ποδαρικά τα οποία ήταν δύο μικρά ξύλα σε σχήμα τύπου πεντάλ  που με το πόδι τα πατούσαν διαδοχικά και έτσι άνοιγε το στημόνι <<το στόμα>> για να περνάει η σαΐτα..Η σαΐτα. ήταν ένα ελλειψοειδές ξύλινο αντικείμενο όπου σε μια βέργα που είχε εσωτερικά τύλιγαν το νήμα που με το πέταγμα περνούσε μέσα από το στόμα στο στημόνι. Μετά από τα δύο χτένια, το στημόνι περνούσε μέσα από ένα άλλο σκληρό και δυνατό χτένι που οι άκρες του κρέμονταν με δύο λεπτές σανίδες από το πάνω μέρος της κατασκευής, παρέχοντας του τη δυνατότητα να μπορεί να κινείται όλο το χτένι παράλληλα με τις κλωστές του στημονιού ακολουθώντας τη φορά του, το σύστημα αυτό ονομάζονταν ξυλόχτενο. Κάθε φορά που περνούσαν τη μάλλινη κλωστή, με αυτό το σκληρό χτένι χτυπούσαν, κινώντας το μπρος-πίσω με δύναμη, τη μάλλινη κλωστή να πάει πολύ κοντά στην προηγούμενη που είχαν περάσει.


H ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΑΣ
Θεωρείται η βασίλισσα των παραδοσιακών στολών της Ελλάδας και αποτελείται από τα εξής: 
1.      Κατασάρκι, μάλλινη υφαντή λεπτή φανέλα .
2.      Χειρότια, πλεχτά κεντημένα μανίκια.
3.      Πουκάμισο, άσπρο με κεντητό ποδόγυρο και μανίκια.
4.      Μάλλινα κρόσια και μεταξωτές φούντες στα  μανίκια.
5.      Τραχηλιά ή μπούστος χρώματος λευκού μπροστά στο στήθος .
6.      Κοντοσαγιάς, λευκός βαμβακερός.
7.      Καβαδομάνικα βελούδινα που φτάνουν μέχρι τον αγκώνα και διπλώνουν με τα πρόσθετα χρυσοκέντητα ¨μανούκλια¨ ή ¨μανικούλια¨.
8.      Σαγιάς με τα λαγκιόλια (πιέτες) πίσω, κεντημένος στον ποδόγυρο με τα μεταξωτά πολύχρωμα κορδόνια, τα ¨χάρτζια¨. Τον έραβαν από λευκό βαμβακερό ανάγλυφο ύφασμα.
9.      Στη χειμωνιάτικη φορεσιά τους οι Καραγκούνες βγάζουν το σαγιά και στη θέση του φορούν το γκιουρντί ή σιγκούνι,μαύρο σκούτινο επενδύτη,με πιέτες ολόγυρα,με πολλά λαγκιόλια και λίγο κέντημα.
10.  Για ακόμη μεγαλύτερη προστασία από το κρύο φορούσαν πάνω από το σαγιά ή πάνω από το γκιουρντί το φλοκάτο,έναν επενδύτη μάλλινο με φλόκια.
11.  Γιλέκι ολοκέντητο με τα ίδια σχέδια και χρώματα του σαγιά.
12.  Ποδιά εσωτερική μεταξωτή με τα ¨πλισεδάκια¨ στον ποδόγυρο.
13.  Ποδιά εξωτερική τσόχινη χρυσοκεντημένη με την φέλπα  (φαρδειά λωρίδα).
14.  Ζώνη στη μέση,  συρματερή επίχρυση γιαννιώτικης τεχνοτροπίας.
15.  Αλυσίδα πλακέ χρυσή με πεντόλιρο στόλιζε το στήθος.
16.  Καδένα μεγάλη με φλουριά.
17.  Κιουστέκια πολλές αλυσίδες συνδυασμένες που οι πόρπες τους έκλειναν το γιλέκο μπροστά.
18.  Σκουλαρίκια, συνήθως ασημένια.
  1. Ο κεφαλόδεσμός σχηματιζόταν με τις δυό τους πλεξούδες αν υπήρχαν φυσικές ή να έδιναν όγκο με πρόσθετες κοτσίδες, και μαζί έβαζαν σαν στεφάνι τον κόθ(ο)ρο, πρόκειται για είδη πρωτόγονωνποστίς.
20.  Μπερρέτα, μαύρη μαντίλα συνήθως με είδους κρόσσια τα κουκάκια, περίτεχνα δεμένη στο κεφάλι μια σειρά φλουριά πάνω απ΄ το μέτωπο,το αραδίκι.
21.  Τσερέπια μάλλινες λευκές κάλτσες με το κέντημα .
22.  Κορδέλια παπούτσια χαμηλά μαύρα δετά στολισμένα .

Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Οι γυναικείες φορεσιές των βλάχων είχαν ως βάση το μεσάτο φόρεμα με τη σουρωτή φούστα, που χρονολογείται στις πόλεις της Δυτικής  Μακεδονίας πριν τις αρχές του 19ου αιώνα. Υπήρχαν διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή αλλά  εδώ  λαμβάνεται ως αντιπροσωπευτικό δείγμα  κι ακολουθεί η περιγραφή της γυναικείας φορεσιάς της Σαμαρίνας μια και αυτή φορέθηκε στο Πυργετό από τις Σαμαρινιώτισες  του Βλαχομαχαλά.
Η φορεσιά αποτελούνταν από τα παρακάτω:
1. Το πουκάμισο το οποίο ήταν άσπρο από ψηλό ύφασμα χασέ, το χειμώνα φορούσαν μάλλινη πλεκτή φανέλα .
2. Το φόρεμα συνήθως σκούρου χρώματος στη μέση ήταν μαζεμένο σούρα άνοιγε προς τα κάτω και ήταν μακρύ μέχρι τον αστράγαλο .Στο στήθος κούμπωνε με κόμσες ή κουμπιά και έκαμε μικρές πιέτες. Σε μερικές περιπτώσεις βάζανε απ’ έξω μπούστο (τραχηλιά) κεντημένο που έδενε στο λαιμό.
3. Το τσικέτο ή γιλέκο, μάλλινο, κεντημένο, ακουκούμπωτο. 
4. Το τσιπούνι ήταν μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό δεν κούμπωνε μπροστά ,ήταν κεντημένο κι ήταν μεσάτο,ριχτό με δίπλες. 
5. Η ποδιά υφασμένη στον αργαλειό και κεντημένη με το χέρι σε διάφορα χρώματα και κάτω κατέληγε σε κρόσσια.
6. Η ζώνη έσφιγγε την μέση της γυναίκας ήταν χρυσοκεντημένη και μπροστά κούμπωνε με ασημένια πόρπη ή ήταν όλη η ζώνη από ασήμι (ασημοζώναρο) .
7.Το μαντήλι με τα κουκάκια.
8.Τα τσιρέπια
9.Τα παπούτσια ήταν μαύρα χαμηλοτάκουνα.
10. Οι επενδύτες.Tη φορεσιά συμπλήρωναν οι διάφοροι επενδύτες που διακρίνονταν σε κοντούς και μακρείς και φοριόντουσαν ανάλογα την περίσταση. Στους πρώτους ανήκουν το «τσικέτο» είδος γιλέκου κι ένα κοντό μπολερό το «σιρικούτσιε» ή « σαρικούσια»,ενώ στους δεύτερους ο «ντουλουμάς» ένα μακρύ αμάνικο πανωφόρι με πολλά λαγκιόλια πίσω και η «σάρκα ή φλοκάτα» ένας αμάνικος επενδύτης χωρίς πιέτες πίσω και το παλτό ή «γούνα» ο μόνος μανικωτός επενδύτης από μαύρο μάλλινο ύφασμα.

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΣ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΛΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η Γυναικεία φορεσιά της σαρακατσάνας του Θεσσαλικού χώρου αποτελείται  από τα εξής:
  1. Κατασάρκι. Άσπρο μάλλινο υφαντό με κοντά μανίκια, περίπου δέκα πόντους κάτω από τον ώμο Το φορούσαν κατάσαρκα για εσώρουχο.
  2. Πουκάμισο. Μακρύ υφαντό βαμβακερό με κέντημα στα φαρδιά του μανίκια τα οποία είναι κεντημένα από τον ώμο μέχρι τον αγκώνα.
  3. Χειρότια.
  4. Ζωστάρι. Είδος γιλέκου, μακρύ μέχρι τους γοφούς. Είναι κεντημένο στο μπροστινό μέρος και από τις δύο πλευρές, οι οποίες λέγονται προφύλλια.
  5. Φούστα. Ήταν μακριά, από τη μέση μέχρι τη γάμπα ήταν κεντημένες στον ποδόγυρο γύρω στα δέκα εκατοστά με χρωματιστές κλωστές σε διάφορα σχέδια.
  6. Τραχηλιά. Τη φορούσαν στο λαιμό και καλύπτει το άνοιγμα του στήθους με μια προέκταση από ύφασμα που έχει από κάτω. Ήταν κεντημένη και στολισμένη.
  7. Ποδιά. Ήταν μακριά, μέχρι το τελείωμα της φούστας, κεντημένη και στολισμένη. Τη φορούσαν μπροστά από τη φούστα και δενόταν στη μέση.
  8. Ζώνη με την πόρπη.
  9. Μαντήλι. Το φορούσαν στο κεφάλι δεμένο πίσω ενώ τυλιγμένο το φορούσαν τα μαντήλια οι χήρες και οι γυναίκες που είχαν κάποιο μεγάλο πρόβλημα υγείας στο σπίτι τους.
  10. Κάλτσες. Πλεκτές με νήμα άσπρο και κλωστές μάλλινες χρωματιστές σε διάφορα γεωμετρικά σχέδια. Τις φορούσαν στα πόδια από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο.
  11. Κοντοτσούραπα. Τα φορούσαν στο κάτω μέρος του ποδιού, στην πατούσα και έπιανε μέχρι τον αστράγαλο.
  12. Κάπα.πανωφόρι που το φορούσαν πάνω από το ζωστάρι. Ήταν κεντημένο στις δύο μπροστινές πλευρές και πίσω στην πλάτη. Στην πλάτη έχει ριγμένα δύο μανίκια διακοσμητικά, τα οποία ήταν κεντημένα.
  13. Τσαρούχια με φούντες, όμοια με τα ανδρικά.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Η γυναικεία φορεσιά στις ορεινές περιοχές της δυτικής Θεσσαλίας (Χάσια, Αντιάσια, Αργιθεα, Άγραφα, Μεσοχώρα, κτλ) σε σχέση με αυτές της καραγκούνας, της βλάχας και της σαρακατσάνας  ήταν πολύ πιο φτωχή, απλή και λιτή. Σε σχέση όμως με την αντρική ήταν πιο προσεγμένη.
Η γυναικεία ορεινή φορεσιά ήταν υφασμένη εξολοκλήρου στον αργαλειό με μερικά πολύχρωμα κεντήματα στη ποδιά οπωσδήποτε και ενίοτε στο ποδόγυρο.
Σε γενικές γραμμές η φορεσιά αποτελούνταν:
1.Από φόρεμα (με ή χωρίς μανίκια) ή φούστα υφασμένα στον αργαλειό και το χρώμα που συνήθως κυριαρχούσε  ήταν το κόκκινο χωρίς να αποκλείονται τα υπόλοιπα.
2.Πουκάμισο επί το πλείστον λευκό που το φορούσαν εσωτερικά 
3.Τραχηλιά ή μπροστολόγα που την φορούσαν όταν το φόρεμα ήταν ανοιχτό μπροστά στο στήθος και την έδεναν στο λαιμό και στη μέση.
4.Γιλέκο με λιτό ή καθόλου κέντημα.
5.Ποδιά κεντημένη.
6.Ζακέτα (μάλλινη υφαντή).
7.Τσιρέπια (μάλλινες πλεχτές κάλτσες).
8.Μαντήλα με κουκάκια.

ΟΙ ΜΑΥΡΟΝΤΥΜΕΝΕΣ
Οι προπολεμικές κοινωνικές συνθήκες όπως μεγάλη θνησιμότητα από επιδημίες ασθένειες καθώς κι η αυξημένη παιδική θνησιμότητα αλλά και ο εξευρωπαϊσμός των ρούχων καθώς επίσης και οι μακροχρόνιες πολεμικές περίοδοι με τις εκατόμβες νεκρών από την αρχή του 20ου αιώνα ως το τέλος του εμφυλίου πολέμου δημιούργησαν ένα νέο τύπο γυναικείου ντυσίματος που διατηρήθηκε ως της μέρες μας τα λεγόμενα μαύρα που συνήθως φορούσαν οι ηλικιωμένες και ήταν ένα απλοϊκό σύνολο από μαύρα ρούχα με πιο χαρακτηριστικό τη μαύρη τσίπα.
Η γυναίκα, για να εκδηλώσει το πένθος της φορούσε τα μαύρα ως μέρος των εθίμων μετά το θάνατο κοντινού προσώπου όμως αυτό ήταν κανόνας και για όλη της τη ζωή αν της τύχαινε το μεγάλο κακό, όταν έχανε το παιδί της ή τον άντρα της τότε τα μαύρα δεν τά ’βγαζε ποτέ.
Η φορεσιά αυτή αποτελούνταν από τα εξής:
  1. Φόρεμα μαύρο φαρδιάς γραμμής ριχτό, μάκρους έως το ήμισυ της γάμπας
  2. Μαντήλα μαύρη (τσίπα)
  3. Ποδιά μαύρη
  4. Παπούτσια μαύρα
  5. Κάλτσες μαύρες ή μπεζ μέχρι το γόνατα

Η ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑ
Η φουστανέλα ήταν παραδοσιακό ένδυμα των αντρών, και  πέραν του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου φορέθηκε και στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων σε διάφορες εκδοχές. της. Ήταν κατασκευασμένη από άσπρο ύφασμα αλλά σπάνια κρατούσε την όψη της γιατί τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους. Πολλοί για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα λέρα και για να αδιαβροχοποιείται την άλειφαν με λίπος!
Μελετητές αναφέρουν σχετικά με την φουστανέλα πως προέρχεται από μια σειρά αρχαίων ελληνικών ενδυμάτων, που έκαναν την εμφάνισή τους εκείνη την εποχή, όπως ο χιτώνας. Στο αρχαιολογικό μουσείο της Επιδαύρου εκτίθεται ακέφαλο άγαλμα ρωμαίου αξιωματούχου, όπου φαίνεται καθαρά ότι φοράει μία φούστα πάνω από κοντό χιτώνα το οποίο μοιάζει αρκετά με τη φουστανέλα και πρόκειται για ρωμαΐκό στρατιωτικό ένδυμα που φοριόταν από τους εκάστοτε μισθοφόρους των Ρωμαίων στον χώρο της Ηπείρου. Σε βυζαντινά όστρακα και αγγεία (κεραμική), πολεμιστές εμφανίζονται να φέρουν όπλα, φορώντας την βαριά πολύπτυχη φουστανέλα.
Η φουστανέλα πιθανόν το όνομά της το πήρε από ένα ύφασμα που χρησιμοποιούταν για την κατασκευή της και προερχόταν από το προάστιο Φουστάτ του Καΐρου της Αιγύπτου. Εκεί κατασκευαζόταν ένα βαμβακερό, χοντρό, ανθεκτικό ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιούταν και για πανιά στα καράβια, τις λεγόμενες ΄΄φούστες΄΄ αυτό το βαμβακερό ύφασμα στην Ιταλία από όπου γινόταν η διακίνηση του σε όλη την Ευρώπη ονομαζόταν ΄΄Fustagno΄΄, απ΄ όπου προήλθε το Fustanella.
Βέβαια για την προέλευση και την ονομασία της φουστανέλας υπάρχουν κι’ άλλες εκδοχές.
Το σύνολο της φορεσιάς της φουστανέλας αποτελείται από:
  1. Κατασάρκι. ένα άσπρο μάλλινο εσώρουχο, είδος φανέλας.
  2. Χειρότια.
  3. Πουκάμισο λευκού χρώματος και έχει χαρακτηριστικά μεγάλο άνοιγμα μανικιών.
  4. Φουστανέλα
  5. Γιλέκο με κοντόσια κεντημένο.
  6. Κάλτσες λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί.
  7. Καλτσοδέτες
  8. Τσερέπια
  9. Ζωνάρι μάλλινο.
  10. Τσαρούχια.
ΤΑ ΜΠΟΥΡΑΖΑΝΙΑ
Η μπουραζάνα άρχισε να αντικαθιστά όλο και περισσότερο τη φουστανελά μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους εξ αιτίας του ότι ήταν πολύ πιο πρακτική στη χρήση της από τη φουστανέλα.
Η φορεσιά της μπουραζάνα αποτελούνταν από τα εξης:
1. Κατασάρκι.
2. Πουκάμισο, άσπρο με μεγάλα φαρδιά μανίκια. 
3. Μπουραζάνα που ήταν φτιαγμένη από φίνο μαλλί - υφαντό. Ειδος παντελόνιου που δεν ήταν στητό στους γοφούς. Δενόταν στη μέση με χοντρό μάλλινο πλεκτό κορδόνι ή άσπρο σχοινί, το οποίο ήταν περασμένο εσωτερικά στη μπουραζάνα. Συνήθως φορούσαν καθημερινά μαύρη μπουραζάνα και στις γιορτές άσπρη.
4. Ζωνάρι υφαντό μάλλινο που δενόταν στη μέση.
5. Γιλέκο μαύρο.
6. Στο κεφάλι φορούσαν μια σκούφια, ένα στρόγγυλο χαμηλό κάλυμμα τον λεγόμενο κούκο.
7.Τσερέπια.
8. Τσαρούχια.

Τα χωριάτικα:
Η μαύρη μπουραζάνα μετεξελίχθηκε και αποτέλεσε την βάση για τα λεγόμενα χωριάτικα  που φορέθηκαν από τα τελη του 19ου αιώνα  ως την δεκαετία του 1960 στη Θεσσαλία και στις γειτνιάζουσες περιοχές με αυτή, κυρίως της Μακεδονίας.
Τα χωριάτικα αποτελούνταν από τα εξης:
1. Κατασάρκι.
2. Πουκάμισο, ντρίλινο ή από χασέ,με κανονικά μανίκια. 
3. Κιλότα μαύρη ( παντελόνι όμοιο με τη παλιά περισκελίδα του ιππικού)
4. Ζωνάρι υφαντό.
5. Γιλέκο μαύρο.
6. Τραγιάσκα για τους πεδινούς και κούκο για τους ορεινούς.
7.Τσερέπια.
8. Τσαρούχια.

Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
H αντρική αστική ενδυμασία στα χρόνια του μεσοπολέμου αποτελείται συνήθως από τα εξής:
  1. Το σακάκι
  2. Το παντελόνι
  3. Το πουκάμισο
  4. Το γιλέκο ή τη καζάκα
  5. Τη γραβάτα ή το παπιόν
  6. Το καπέλο
  7. Το μπαστούνι
  8. Τα παπούτσια
  9. Το ρολόι τσέπης
  10. Τα μανικετόκουμπα
H γυναικεία αστική ενδυμασία στα χρόνια του μεσοπολέμου είχε τις παρακάτω επιλογές:
  1. Φορέματα λοξά κομμένα που καλύπτουν τις γάμπες ή κεντημένα με κρόσσια και η γραμμή μέχρι το γόνατο.
  2. Φούστες μακριές, εφαρμοστές στην περιφέρεια και ανοιχτές στονποδόγυρο σε σχήμα καμπάνας.
  1. Παλτό βαριά που φοριούνται γύρω από το σώμα σαν κιμονό.
  2. Αμάνικες μπλούζες με ντεκολτέ, αλλά και τα πρώτα πουλόβερ.
  3. Ταγιέρ.
  4. Πολυάριθμα αξεσουάρ όπως καπέλα, κορδέλες, φιόγκοι, κοσμήματα, γούνες και γάντια.
  5. Οι ώμοι είναι τονισμένοι με ελαφριές βάτες, όχι μόνο στα ταγιέρ αλλά και στα φορέματα.
  6. Παπούτσια με τακούνια διαφόρων τύπων.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ

Ευχαριστώ τον κ. Αντώνη Παπαμιχαήλ λάτρη της ελληνικής παράδοσης από τη Φανερωμένη Τρικάλων, και τη σύζυγο του κ.Ασημακοπούλου Βασιλική η οποία διατηρεί εργαστήριο παραδοσιακών στολών στη Φανερωμένη του νομού Τρικάλων επιμελείται το βεστιάριο του διακεκριμένου στην πιστότητα των χορών, αλλά και παραδοσιακών ενδυμασιών, Λαογραφικού Συλλόγου Τρικάλων “Οι Θεριστάδες” για την πολύτιμη βοήθεια τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

Ελληνικής παραδοσιακές φορεσιές: Θεσσαλία, Γήσης Παπαγεωργίου ,ΕΚΔ. Μίλητος, 2011.

Η ΓΎΝΑΙΚΕΙΑ ΚΑΡΑΓΚΟΎΝΙΚΗ ΕΝΔΎΜΑΣΙΑ. Πτυχιακή, Τσατμά Φωτεινή,
Τμήμα Κλωστοϋφαντουργίας ΤΕΙ Πειραιά,Αιγάλεω,2009.

Ιωάννα Παπαντωνίου, "Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς", Εθνογραφικά 1, Ναύπλιο 1978.

Αφροδίτη Κούρια, "Η παράσταση της ελληνικής φορεσιάς στα χαρακτικά των ευρωπαϊκών περιηγητικών εκδόσεων (15ος-19ος αι.)",Εθνογραφικά 7, Ναύπλιο 1989.

Εγκυκλοπαίδεια ΓΙΟΒΑΝΗ

http://www.klenia.gr/argalios.htm

http://www.paradosiakes-endymasies.gr/

https://el-gr.facebook.com/gr.endymasies

http://users.sch.gr/vaxtsavanis/tsopanis.html

http://users.sch.gr/vaxtsavanis/argaleios.html

http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=13816

http://trikala-city.blogspot.gr/2011/09/blog-post_25.html

http://www.loganikos.gr/folklore/ylikos-vios/o-argaleios.html

http://eshop.esthita.gr/browse.php?SCREEN=detail&detail_id=28

http://doukasschoolerevnitikesergasies.files.wordpress.com/2012/03/moda.pdf

http://www.foresies-blionas.gr/en/component/phocagallery/category/40-thessaly-costume-man

http://wpababion.wordpress.com/%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1/

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CE%AD%CF%82

http://www.tovoion.com/products/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B5%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1%3A%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CF%83%20%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CF%85%CE%BC%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B5%CF%83%20/

http://eistorias.wordpress.com/2010/11/15/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83/

http://agonigrammi.wordpress.com/2008/08/31/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%8D-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B2%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84/

Δεν υπάρχουν σχόλια: