Ετικέτες

ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ Π.Ε. ΤΡΙΚΑΛΩΝ

ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΕΔΩ 3 ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Πυργετός
 
Γιώργη μ’, άνοιξαν τα κλαριά
(Τραγουδιόνταν σε ετοιμοθάνατο)

Γιώργη μ’, άνοιξαν τα κλαριά και κλείσαν τα μονοπάτια.
Γιώργη μ’, ήρθαν οι φίλοι σου, οι φιλομπρατινοί σου.
Σαν ήρθαν, καλώς ήρθανε, καλώς να τους δεχθήτε.
Γιώργη μ’, γυρεύουν τ’ άρματα, τα φλουροκαπνισμένα.
Σαν τα γυρεύουν, δώστε τα………………………………….
Γιώργη μ’, γυρεύουν τ’ άλογο, με τη χρυσή τη σέλα.
Σαν το γυρεύουν, δώστε το………………………………….
Γιώργη μ’, γυρεύουν τη Γιώργαινα. Αυτή δεν τους τη δίνω.
 
Βουλιώμαι μια, βουλιώμαι δυο
 
Βουλιώμαι μια, βουλιώμαι δυο, βουλιώμαι τρεις και πέντε,
βουλιώμαι να ξενιτευτώ, πολύ μακριά στα ξένα.
Όσα βουνά κι αν πέρναγα, όλα τα παραγγέλλω:
Βουνά μ’, να μη χιονίσετε, κάμποι μην παχνηστείτε,
όσο να πάω και να ρθώ και πίσω να γυρίσω.
Βρίσκω τα χιόνια στα βουνά, τα κρούσταλλα στους κάμπους
και πίσω γύρισα στα μέρη μου
στα ξένα φτιάχνω ξένες αδελφές, τις ξένες παραμάνες.
 
Δένδρο είχα στην αυλή
 
Δένδρο είχα στην αυλή, κυπαρίσι στον οντά μου,
το είχαν ίσκιο και κουμπούσα, νταϊάκι και νταϊαντούσα,
τράβηξε βοριάς κι αέρας και πέσαν τα φύλλα όλα
και το ξερρίζωσε απ’ τη ρίζα,
που να πάω ν’ ακουμπήσω και νταϊάκι να νταϊντήσω.
Κίνησαν τα καράβια τα Ζαγοριανά,
κίνησε και ο καλός μου να πάει στη ξενιτειά.
Ουδέ γράμμα μου στέλνει, ούτ’ επιλογή,
μου στέλν’ ένα μαντήλι, μαυρομάντηλο,
στην άκρη απ’ το μαντήλι έχει επιλογή:
«Θέλεις κόρη μ’ παντρέψου, θέλεις καλόγρια γίνε,
εδώ στα ξένα πούμαι και στα μακρινά,
όταν κινάω νάρθω με πιάνουν χιόνια και βροχές,
γυρίζω πίσω τι να δω, ήλιος και ξαστεριά.
 
Μάνα τα λουλούδια μου
 
Μάνα τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις,
μανούλα μου γλυκιά σ’ αφήνω γεια τρία γυαλιά φαρμάκι,
το ‘να πίνεις το πρωί τα’ άλλο το μεσημέρι,
το τρίτο το πικρότερο να πίνεις βράδυ-βράδυ.
 
i. Στοιχεία καταγραφής: Ο Πυρετός Τρίκαλων, Κ. Πουλιανίιτης, 2018, σελ. 98,99.
Λαογραφικά Πυργετού , Βαγγέλης Μπουλογεώργος, Ασκληπιός τόμος 9 – 10,εκδ. 1981
ii.https://pyrgetos.weebly.com/taurhoalphagammaomicronupsilondeltaiotaalpha.html

 
Χρυσαυγή
 
Με γέλασε μια χαραυγή

 Με γέλασε μια χαραυγή, τ’ αστρί και το φεγγάρι
και βγήκα πάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
βλέπω το Χάρο να ’ρχεται στο άλογο καβάλα.
-Γεια σου, χαρά σου, Χάρε μου. - Καλώς τον, τον λεβέντη.
Απ’ τα μαλλιά με άρπαξε στη γης με γονατίζει.
Άσ’ τα μαλλιά και πιασε, Χάρε μ’, από το χέρι.
- Άσε με, Χάρε, άσε με, ακόμ’ αυτή την μέρα,
ταχιά Σαββάτο να λουστω, την Κυριακή ν’ αλλάξω
και την Δευτέρα το πρωί θα έρθω μοναχός μου.

Σήμερα το σπιτάκι μου

 
Σήμερα στο σπιτάκι μου πολλοί ’ναι μαζεμένοι.
Μήνανε γάμος γίνεται, μήνανε πανηγύρι;
Ο (Γιάννος) είναι άρρωστος βαριά για να πεθάνει.
Στ’ άσπρα ντυμένοι οι γιατροί, στ’ άσπρα κι οι νοσοκόμες
και μένα το κορμάκι μου το τρύπησαν βελόνες.
-Παιδιά μου, σας αφήνω γεια και φεύγω για τα ξένα.
Φεύγω μακριά, πολύ μακριά, πολύ μακριά στα ξένα,
εκεί που παν και δεν γυρνούν, στ’ αραχνιασμένο χώμα.
Παιδιά μ’, σαν με πονέσετε, ελάτε να με δείτε
Φτιάξτε τα χέρια σας τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια,
ρίξτε το χώμα στη μεριά, ρίξτε και τα σανίδια.
Αν είμαι άσπρος κι όμορφος, σκύψε να με φιλήστε
κι αν είμαι μαύρος κι άσχημος, εσείς να με σκεπάστε.
 
Ποια μάνα έλεγε τ’ αδέρφια δεν πονιούνται
 
Ποια μάνα ήταν που ’λεγε τ’ αδέρφια δεν πονιούνται;
Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά κι οι αδερφές τον κάμπο
κι η μάνα σκίζ’ τη θάλασσα, ώσπου να τ’ ανταμώσει.
Και πήγε και τ’ αντάμωσε σ’ ένα φαρδύ αλώνι.
ο (Μήτρος) σέρνει το χορό και η μάνα τα τραγούδια
και ο πατέρας ήτανε, κοντά, παρακαλώντας.
-Σιγά ρε, (Μήτρο), μ’ τον χορό, σιγά και τα τραγούδια
να κατακάτσ’ ο κουρνιαχτός, να κατακάτσ’ η αντάρα.
 
Με γέλασαν τα πουλιά
 
Με γέλασάνε τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Μου ’παν ποτέ δεν αρρωστώ, ποτέ δεν θα πεθάνω.
Κι ήρθε καιρός κι αρρώστια, καιρός για να πεθάνω.
Κάνω την πέτρα πεθερά, τη μαύρη γης γυναικά
κι αυτά τα λιανολίθαρα αδέρφια κι αξαδέρφια.
Όσ’ είστε φίλοι κλάψτε με κι όσ’ είστε συγγενείς μου
κι όσ’ είστ’ απ’ το αίμα μου στα μαύρα να ντυθείτε.
 
Ενύχτωσε και βράδιασε
 
Ενύχτωσε και βράδιασε, πάει και τούτ’ η μερα.
Παν τα πουλάκια στις φωλιές και τα παιδιά στις μάνες
κι εγώ το έρημο πουλί δεν έχω πού να πάω,
πάνω σε δέντρο, σε δεντρί για να ξεχειμωνιάσω.
Τι στέκεστε, παιδάκια μου, σαν ξένοι σαν διαβάτες;
Δεν τρέχουν τα ματάκια σας σαν σιγανή βροχούλα;
Θαρρείς θα μ’ έχ’τε και ταχιά, ταχιά την άλλη μέρα;
Παιδάκια μ’, σας αφήνω γεια και φεύγω για τα ξένα.
Φεύγω μακριά, πολύ μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
 
Μαρή καλή γειτόνισσα
 
Μαρή καλή γειτόνισσα, καλές γειτονοπούλες,
μάστε τα περιστέρια σας που ’ρχονται στην αυλή μου.
Μου παίρν’ τον άμμο απ’ το σωρό και το νερό της βρύσης.
θέλω να φτιάξω εκκλησιά, το μέγα μοναστήρι.
 
Εγώ στολίστηκα
 
Εγω στολίστηκα παιδιά, εγώ και αρματώθ’κα.
Για κάπου κίνησα να πάω, στ’ Αϊ-Γιώργη το πανηγύρι
και τα παιδιά μ’ δεν μ’ άφηναν στο πανηγύρ’ να πάω.
-Κάτσε πατέρα απόψ’ εδώ, κουβέντες για να πούμε.
-Κι αν καθήσω κι αν βραδιάσω, πρωί-πρωί θα φύγω.
 
Γιωργάκη ήρθαν οι φίλοι σου

 
Γιωργάκ’ ήρθαν οι φίλοι σου, ήρθαν κι οι συγγενείς σου.
- Ήρθαν, καλώς μας ήρθανε, βάλτους για να καθίσουν.
Σήκω, Χαρίκλω, ζύμωσε τ’ αφράτο παξιμάδι,
Βάλ’ τους να φαν, βάλ’ τους να πιουν, βάλ’ τους να τραγουδήσουν.
Χαρίκλω μου, σ’ αφήνω γεια, τρία γυαλιά φαρμάκι.
Το ’να να πίνεις το πρωί, τ’ άλλο το μεσημέρι
το τρίτο το φαρμακερό να πίν’ς το βράδυ-βράδι.
 
Γιατί μας άργησες στην εκκλησιά να έρθεις;
 
Γιώργη μ’, γιατί μας άργησες στην εκκλησιά για να ’ρθεις;
-Μήνα τα χιόνα σ’ έκλεισαν, μήνα και οι πλημμύρες;
-Ουδέ τα χιόνα μ’ έκλεισαν, ουδέ και οι πλημμύρες.
’Κόμα πονώ το σπίτι μου και δεν κινώ να φύγω.
 
Μηλίτσα που ’σαι στον γκρεμό
 
-Μηλίτσα που ’σαι στον γκρεμό στα μήλα φορτωμένη,
τα μήλα σου λιμπίστηκα, μα τον γκρεμό φοβάμαι.
-Σαν τον φοβάσαι τον γκρεμό, έλ’ από το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ν έβγαλε στην πύλ’ του παραδείσου.
-Χάρε μου, δώσ’ μου τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου,
ν’ ανοίξω τον παράδεισο, να πάω να σεργιανήσω.
-Οταν ασπρίσει ο κόρακας και πέσει μαύρο χιόνι
τότε κι εμείς, κορίτσι μου, θα ξανανταμωθούμε.
Στα πέντε χρόνια μια φόρα θα ξανανταμωθούμε.
Όταν θα ρθεις κορίτσι μου, έλα να με ξεστρώσεις.
 
i Στοιχεία καταγραφής: Θεσσαλικό ημερολόγιο. τόμος 80ος, , σελ. 62-64, Κώστας Πουλιανίτης, Δέκα μοιρολόγια από τη Χρυσαυγή Τρικάλων.
Αφηγήτρια: Μαίρη Γκαρνάβα (το γένος Βασιλείου Μοσχόπουλου)

 
 
Καστράκι
 
Μάνα που πάνε τα πουλιά της άνοιξης αηδόνια;
(Αναφέρεται στην απώλεια νέων σε ηλικία ατόμων ή παιδιών)
 
Μανά μ’, πού πάνε τα πουλιά της άνοιξης τ’ αηδόνια;
Μου ’παν ποτέ δεν αρρωστώ, ποτέ δεν θα πεθάνω
και παρανιούτσικος το πίστευα, μάνα μου. ο καημένος.
Παίρνω φτιάχνω σπιτικό,ψηλότερ’ από τ’ άλλα,
βλέπω τον χάρο να ’ρχεται καβαλά στ’ άλογο του.
αυτός ήταν μαυρόχαρος, μαύρο τ’ άλογο του,
πιάν’ το παιδί απ’ τα μαλλιά, το πιάν’ απ’ το χέρι
και στο γιαλό το πήγαινε και στο γιαλό το πάει.
 
Θέλετε δέντρ’ ανοίξετε, θέλετε μαραθείτε
(Αναφέρεται στην απώλεια κτηνοτρόφου)
 
Θέλετε δέντρ’ ανοίξετε, θέλετε μαραθείτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι, λημέρ’ εγώ δεν φτιάχνω,
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, τον Μάη τον καλό μου,
να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι οι Βλαχοπούλες,
να βγουν τα λάια πρόβατα κι τα παχιά κριάρια.
 
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
(Αναφέρεται στην απώλεια ξενιτεμένου)
 
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό μου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Σου στέλνω μήλο σήπεται, κυδώνι μαραζώνει,
σου και στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα ψιλό μαντίλι.
Το δάκρυ ήταν καυτερό και κάηκε το μαντίλι.
’Ξήντα ποτάμια το ’πλυνα και βάψανε τα πέντε,
σ’ εξήντα λιβάδια τ’ άπλωσα κι βάψανε τα πέντε.
 
Η μάνα σκίζει τη θάλασσα
(Αναφέρεται στην απώλεια ξενιτεμένων αδερφών 
ή μητέρας που παιδιά της έχουν φύγει νωρίτερα από την ζωή)
 
Ποια μάνα σκύλα το ’λεγε τ’ αδέρφια δεν πονιούνται;
Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά κι οι αδερφές τους κάμπους
κι η μάνα σκίζ’ τη θάλασσα ώσπου να τ’ ανταμώσει.
Πήγε και τ’ αντάμωσε σε μια παλιοκκλησίτσα.
χρυσά μαντίλια τα ’ριχνε τα δάκρυα να σφουγγίσουν
κι ένας τον άλλον έλεγε κι ένας τον άλλο λέει:
στα ξένα πώς πορεύεστε, στα μακρινά τα ξένα;
 
Αναστενάζω βγαίνει καπνός και μέσα βράζει ο πόνος
 
Αναστενάζω βγαίνει καπνός και μέσα βράζει ο πόνος
και μένα η καρδούλα μου βαριά αναστενάζει.
Τα ντέρτια μου, τα πάθια μου κάναςνα μην τα πάθει.
Δεν έχω κάναν να τα πω και κάναν να τα κρίνω.
Θε να τα πω στη μάνα μου κι εγώ μάνα δεν έχω,
για να τα πω στ’ αδέλφια μου, αδέλφια εγώ δεν έχω,
για να τα πω στους φίλους μου, σ’ όλους τους συγγενείς μου,
καιρούς – καιρούς καλοπερνώ, καιρούς με πιάνει πόνος.
 
Τι καπετάνιος ήμουν εγώ να ρίξω δυο ντουφέκια
 
Τι καπετάνιος ήμουν εγώ να ρίξω δυο ντουφέκια,
να μάσω τα μπουλούκια μου που τα ’χω σκορπισμένα.
Μήνα σε γάμο πάω εγώ, μήνα σε πανηγύρι;
Εγώ πάω στη μαύρη γης, στ’ αραχνιασμένο χώμα.
Εγώ πίσω δεν έρχομαι και πίσω δεν γυρίζω.
Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι
τότε, παιδιά μ’,θα ’ρθωκι εγώ και πίσω θα γυρίσω.
 
Τώρα σε καμπόση ώρα χωρισμός πολύς θα γίνει
(Αναφέρεται στην απώλεια ηλικιωμένου)
 
Τώρα σε καμπόσ’ ώρα χωρισμός, πολύ τρανός θα γίνει
από τα δόλια τα παιδιά μ’, τα δόλια τα ’γγονάκια μ’.
-Κάτσε, πατέρα μας, καλέ, κάτσε ακόμ’ απόψε,
κάτσε να σε χορτάσουμε, κουβέντες για να πούμε.
-Κι αν καθίσω και δειπνήσω. το πρωί πάλι θα φύγω.
 
Μια Παρασκευή πρωί κι ένα Σαββάτο βράδυ
(Αναφέρεται στην νέου ατόμου, πρόωρα χαμένου)
 
Μια Παρασκευή πρωί κι ένα Σαββάτο βράδυ,
όλοι μεέσπρωχναν, όλοι, κι όλοι με λέγαν φεύγα.
Φεύγω και παίρν’ ένα στρατί, στρατί και μονοπάτι,
βρίσκω δεντρί, ένα δεντρί, ψηλό σαν κυπαρίσσι,
στέκω και το ρωτώ, δεντρί, στέκω το κουβεντιάζω.
-Δεντρί μ’, εσύ ψηλό δεντρί, ψηλό σαν κυπαρίσσι,
πούείν’ τα φύλλα σου, δεντρί, που είναι ο καρπός σου;
Τράβηξε βοριάς κι αγέρας κι όλα έπεσαν…
 
Αν θα σε πάρει ο πόνος και φλόγα απ’ τη καρδιά σου
(Αναφέρεται στην απώλεια συζύγου)
 
Αν θα σε πάρει ο πόνος σου κι η φλόγα της καρδιάς σου,
για κίνα κι έλα στην εκκλησιά, στης εκκλησιάς τη μάντρα.
Φτιάξε τα νύχια σου τσαπιά και τ’ς απαλάμες φτυάρια.
Δεξιά ρίξε τα χώματα,  δεξιά και τα σανίδια.
Αν είμαι άσπρος και καλός σκύψε και φίλησε με
κι αν είμαι μαύρος κι άραχνος γύρνα και σκέπασε με.
 
Μωρέ καλή γειτόνισσα, καλή γειτονόπουλα
 
Μωρέ καλή γειτόνισσα, καλή γειτονοπούλα,
για μάσ’ τα περιστέρια σου μην έρθουν στην αυλή μου.
Μου πάτησαν τον βασιλ’κό και σκόρπισαν το χώμα.  
Εγώ το χώμα το ’θελα να κτίσω μοναστήρι,
να βάλω μέσα καλογριές και έξω καλογέρους,
να βάλω κι ένα γούμενο να μας ξωμολογάει.
Ήρθε Τετάρτη θλιβερή, Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε μην είχε ξημερώσει
και τη Δευτέρα το πρωί, μας σώθ’κε το κρασάκι.
 
Απόψε στο σπιτάκι μου είχα χαρά μεγάλη

(Αναφέρεται στην απώλεια συζύγου)
 
Απόψε στο σπιτάκι μου είχα χαρά μεγάλη.
Τον άγγελό μου φίλευα και τον Θεό κερνούσα
και την κυρά την Παναγιά όλοι την προσκυνούσαν
να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παράδεισου,
ίσως και βρω το ταίρι μου, να βγω να σεργιανήσω,
το ταίρι μου που έχασα,το πολυαγαπημένο.
 
i Στοιχεία καταγραφής: Τα μοιρολόγια καταγράφηκαν τον Αύγουστο του 2022. Πηγή πληροφόρησης ήταν η κ. Παρασκευή Νικ. Καραγκούνη (γεν. 1930), σύζυγος του Ματθαίου Παν. Ρούτα, κάτοικος του Καστρακίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: